μινιόν

μινιόν
ο, η, το
1. λεπτοκαμωμένος
2. ευπαθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mignon «χαριτωμένος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μίνιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινιόν — το άκλ. (λ. γαλλ.), χαριτωμένος, λεπτοκαμωμένος: Έκανε δίαιτα κι έγινε μινιόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μινίου — μίνιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινίῳ — μίνιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AMINNIAE Uvae — apud Vopisc. in Floriano c. 4. Vitis, quae uvas Aminnias albas ferebat, eô annô, quô ille Imperium meruit, purpurascere plurimâ purpurâ coepit: Ita enim vetus scriptura; cum vulgo Amineas legatur. Sed et Graeci Α᾿μίνιον οἶνον dicunt. Servius quo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μίνιο — και μίνυο, το (Α μίνιον) νεοελλ. (χημ. τεχνολ.) 1. η πορτοκαλέρυθρη χρωστική ύλη η οποία αποτελείται κατά 80% περίπου από επιτεταρτοξείδιο τού μολύβδου, έχει μορφή κόκκινης τοξικής σκόνης, πολύ μεγάλης πυκνότητας, χαρακτηρίζεται από ικανοποιητική …   Dictionary of Greek

  • Κοκκολιός, Γεώργιος — (1916 – 1964). Καλλιτέχνης του μελοδράματος. Σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο, απ’ όπου αποφοίτησε το 1948. Διακρίθηκε αρχικά ως τενόρος στη χορωδία της αθηναϊκής εκκλησίας και σε σχετικά σύντομο διάστημα αποτέλεσε ένα από τα βασικά μέλη της Λυρικής… …   Dictionary of Greek

  • Τομά, Αμπρουάζ Σαρλ Λουί — (Thomas, Μετς 1811 – Παρίσι 1896). Γάλλος συνθέτης. Αφού αποφοίτησε από το Ωδείο του Παρισιού και πήρε το 1832 το βραβείο της Ρώμης, ο Τ. εγκαταστάθηκε στην Ιταλία κάνοντας, παράλληλα με τις μελέτες του, συχνά ταξίδια στα μεγάλα ιταλικά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”